- διαχωρώ
- (-έω) (ΑΝ)1. χωρώ, διέρχομαι, περνώ2. (για τροφές και περιττώματα) εκκενούμαι, αποπατούμαιαρχ.1. (για νομίσματα) έχω κύρος κυκλοφορίας, ισχύω2. φεύγω κρυφά3. (για τόπο) διαχωρίζομαι έτσι ώστε να σχηματίζω βαθιά ή πλατιά κοιλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.