διαχωρώ

διαχωρώ
(-έω) (ΑΝ)
1. χωρώ, διέρχομαι, περνώ
2. (για τροφές και περιττώματα) εκκενούμαι, αποπατούμαι
αρχ.
1. (για νομίσματα) έχω κύρος κυκλοφορίας, ισχύω
2. φεύγω κρυφά
3. (για τόπο) διαχωρίζομαι έτσι ώστε να σχηματίζω βαθιά ή πλατιά κοιλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεκπερώ — ( άω) (Α) [εκπερώ] 1. διαπερνώ εντελώς, απ άκρη σ άκρη 2. αποβιβάζομαι, φθάνω 3. παραβλέπω, παρέρχομαι 4. (για δρόμο) διασχίζω, διέρχομαι 5. (για τροφή) διαχωρώ 6. φρ. «διεκπερᾱν βίον» περνώ τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] …   Dictionary of Greek

  • προδιαχωρώ — έω, Α βρίσκομαι από πριν σε διάσταση, διαφωνώ εκ τών προτέρων («καὶ οἷς ἂν ἐγκεκληκότες ὦσι, καὶ προδιακεχωρηκότες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχωρῶ «διαχωρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”